Σε καλωσορίζουμε στο Sin Radio! Η παράσταση “Το Σακάκι που Βελάζει”, σε κείμενο Στανισλάβ Στρατίεβ και μετάφραση-σκηνοθεσία (και ρόλο, ως ο επαναλαμβανόμενος δημόσιος υπάλληλος) δικά σου, παραμένει «φρέσκο» και «μιλάει» σε όλες τις ηλικίες. Τι σας γοήτευσε στο συγκεκριμένο κείμενο και το επιλέξατε, και πόσο σε δυσκόλεψε ανά επίπεδο / δραστηριότητα της δικής σου συμμετοχής στην παράσταση;
Η επιλογή ενός κειμένου δεν είναι πάντοτε εύκολη. Κάθε σου βήμα δημιουργεί την ανάγκη για το επόμενο και πολλές φορές η ανακάλυψη του κειμένου που θα ικανοποιήσει αυτήν την ανάγκη απαιτεί χρόνο, διάβασμα και ένστικτο. Στην περίπτωση του θιάσου μας, η Κωνσταντίνα Μαλτέζου είναι ο άνθρωπος πίσω από τις επιλογές των έργων που έχουμε ανεβάσει ως τώρα. Διαθέτοντας έναν ιδιαίτερα συνδυαστικό νου, μπορεί και προτείνει αυτό που θα βοηθήσει την ομάδα μας να εξελιχθεί καλλιτεχνικά και να πατήσει γερά στο επόμενό της βήμα.
Στο συγκεκριμένο έργο του Στανισλάβ Στρατίεβ, βρήκα εφιαλτικούς παραλληλισμούς με την εποχή που διανύουμε και ένα υπόγειο χιούμορ που αντέχει εδώ και τέσσερις δεκαετίες, από τότε δηλαδή που παρουσιάστηκε το έργο για πρώτη φορά στο κοινό της Σόφιας. Από μία Βουλγαρία πολιτικής μετάβασης λοιπόν, σε μία Ελλάδα που κρυφοκοιτάει αριστερά από την «ασφάλεια» της δεξιάς μεριάς, οι αναλογίες όχι μόνο δεν έχουν αλλάξει, αλλά παραμένουν σαδιστικά σταθερές.
Ολοκληρώνοντας το ερώτημά σας, το να αναλαμβάνεις υπεύθυνα περισσότερους του ενός ρόλους σε μία παράσταση, σας διαβεβαιώνω πως δεν είναι εύκολο. Ξεκινώντας, όμως, ως απόφοιτος μιας δραματικής σχολής, ένας ηθοποιός δεν έχει την πολυτέλεια της επιλογής, παρά να δημιουργήσει μία ομάδα από ανθρώπους που μοιράζονται – ιδανικά – το ίδιο πάθος και ανάγκη για έκφραση. Η διαδικασία αυτή υποχρεώνει σε εκπτώσεις συντελεστών, με τα ίδια τα μέλη της ομάδας να αναλαμβάνουν ρόλους ενδυματολόγου, σκηνογράφου, σκηνοθέτη, κ.λπ. Αυτό που με βεβαιότητα μπορώ να σας πω, είναι πως, αν αγαπάς και αφοσιώνεσαι σε αυτό που κάνεις, προσπαθείς πάντοτε για το καλύτερο. Το αποτέλεσμα της δουλειάς σου το κρίνει μόνο το κοινό.
Πόσο ανησυχητικό είναι το κείμενο να παραμένει επίκαιρο μετά από 40 χρόνια, σε σημείο που μόνο η διαφορετική (και εξαιρετική, ως δουλειά, από την Κωνσταντίνα Μαλτέζου) ενδυματολογική προσέγγιση της δεκαετίας του ’70 να μας υπενθυμίζει τη χρονική περίοδο δράσης; Πόσο μερίδιο ευθύνης φέρει ο πολίτης, όλοι εμείς, για αυτό το στατικό, άκαμπτο σύστημα; Είναι η εύκολη λύση να τα ρίχνουμε όλα στην εκάστοτε εξουσία, την οποία ουσιαστικά –πλειοψηφικά- εμείς επιλέγουμε…;
Ένα θεατρικό έργο γράφεται πάντοτε με τις εικόνες ενός «σήμερα». Κάπου-κάπου, όμως, ορισμένοι συγγραφείς ξεφεύγουν από τα στεγανά που ορίζουν μία εποχή και τοποθετούν τη σκέψη τους έξω από τη σφαίρα του παρόντος, κοιτάζοντας την εξέλιξη της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα από τις οικουμενικές της πραγματικότητες. Αν και τοποθετημένο σε μία περασμένη δεκαετία, «Το Σακάκι που Βελάζει» ταιριάζει σε κάθε χρόνο που έχει περάσει από τότε, σε σημείο μάλιστα να φαντάζει τόσο επίκαιρο που σε κάνει να αναρωτιέσαι τι κάναμε γι’ αυτό τόσον καιρό. Γι’ αυτό και η ενδυματολογική επιλογή των μέσων του ’70 και όχι του σήμερα. Το θέμα από μόνο του μοιραία οδηγεί τον θεατή σε παραλληλισμούς και σκέψεις υπαρξιακού περιεχομένου που δεν είναι αναγκαίο να έρχεται αντιμέτωπος και με την εποχή του.
Το σύστημα οφείλει να είναι άκαμπτο, γιατί είναι απρόσωπο. Έτσι δημιουργήθηκε. Στην προσπάθεια επίλυσης κρατικών δυσλειτουργιών, ως μόνη λύση φαντάζει ο άφταστος ορίζοντας ενός χρόνου που κυλάει διαφορετικά μπρος και πίσω από τον γκισέ. Ο πολίτης είναι αποδέκτης, ενώ ο υπάλληλος ένας τρομαγμένος εκτελεστής οδηγιών που τοποθετήθηκε σε μία κενή θέση και πρέπει να κάνει το γρανάζι της να συνεχίζει να δουλεύει. Και οι πιο ευγενικοί, ευφυείς και εύστροφοι άνθρωποι τελικά υποτάσσονται στο μεγαλείο των διαδικασιών, βυθίζονται κάτω από τόνους χαρτιού, ενώ κάθε τους ιδέα για εξέλιξη ή βελτίωση θα βρίσκει πάντα κλειστή την πόρτα της αρτηριοσκληρωτικής και άσπαστης ιεραρχίας. Θα αναφερθώ μόνο σε ένα πρόσφατο παράδειγμα παραλογισμού, όπου υπάλληλος κρατικού φορέα επέμενε να πάρει τηλέφωνο συγγενής μου για διευθέτηση του ζητήματός της, ενώ γνώριζε πως δεν είναι εν ζωή.
Θέσατε βέβαια και ένα σημαντικό ζήτημα: αυτό της επιλογής της εξουσίας από τον πολίτη. Θα απαντήσω με μία παράγραφο του Οκτάβ Μιρμπώ από την «Απεργία των Ψηφοφόρων»: «Ανάμεσα στους κλέφτες και τους δημίους του, έχει τις προτιμήσεις του και ψηφίζει υπέρ του πιο άπληστου ή του πιο αιμοδιψούς. Ψήφισε χθες, θα ψηφίσει αύριο, θα ψηφίζει πάντα. Τα πρόβατα οδηγούνται στο σφαγείο. Είναι σιωπηλά και δεν ελπίζουν τίποτα. Τουλάχιστον όμως δεν ψηφίζουν τον σφαγέα τους ή τον αστό που θα τα καταβροχθίσει. Πιο ζώο από τα ζώα, πιο πρόβατο από τα πρόβατα, ο ψηφοφόρος εκλέγει τον σφαγέα του και επιλέγει τον αστό του. Έκανε τις επαναστάσεις για να κατακτήσει αυτό το δικαίωμα.»
Κατά πόσο εμφύσησες το ελληνικό στοιχείο στο κείμενο ή οι διαφορές ήταν τόσο μηδαμινές, στην ουσία, που ταίριαξε αυτούσιο στη δική μας πραγματικότητα;
Το κείμενο από μόνο του ταιριάζει σε οποιαδήποτε χώρα. Μάλιστα, στη διάρκεια της έρευνας που έκανα, διαπίστωσα πως το τέρας της γραφειοκρατίας έχει απλώσει τα πλοκάμια του σε όλον τον πλανήτη. Δεν κάνει διακρίσεις, δεν περιορίζεται στα νοητά όρια των Βαλκανίων, ούτε επηρεάζεται από σοσιαλιστικές ή κομμουνιστικές μεταβάσεις. Όσον αφορά τον Έλληνα, θα ξαφνιαστώ ευχάριστα αν έστω και ένας από τους θεατές δεν έχει βιώσει κάποιον από τους παραλογισμούς του έργου. Μάλιστα το κείμενο είναι αρκετά επιεικές προς το πρόβλημα και η παράσταση στηρίζεται στο υπόγειο χιούμορ που δρα καταλυτικά μπροστά στο άνισο και απαισιόδοξο δίπολο πολίτη-κράτους.
«Κάποιος να έρθει, κάτι να γίνει…» Στην περίοδο οικονομικής κρίσης που διανύουμε, υπάρχει η πολυτέλεια της αναμονής, όταν αυτή δεν έχει φέρει κανένα αποτέλεσμα; Κατά πόσο τελικά πρέπει να αποφασίσουμε να κινητοποιηθούμε ατομικά ή μέσα στα πλαίσια μιας ομάδας για να επιτύχουμε κάποιο στόχο; Το έχουμε συνειδητοποιήσει ή πολλοί ακόμα…. περιμένουν αυτό το κάτι, τον κάποιον, να έρθει…;
Η αναμονή προϋποθέτει χρόνο και ο χρόνος είναι κάτι που πια δεν διαθέτουμε. Ο σύγχρονος τρόπος ζωής επιβάλει ταχύτητες σκέψης, λήψης αποφάσεων και καθημερινής διεκπεραίωσης εργασιών που άλλοτε φάνταζαν αδύνατες. Όταν ο ήρωας του έργου πρωτοήρθε αντιμέτωπος με το Κρατικό Θηρίο, ίσως είχε τον χρόνο να κάνει υπομονή, αλλά και διάθεση να περιμένει. Τώρα ο άνθρωπος στα μεγάλα αστικά κέντρα ζει οριακά. Κινείται μέσα σε μία κοινωνία υπερπληροφόρησης και εικόνων, επεξεργάζεται περιττά δεδομένα και βρίσκεται διαρκώς στα όρια της παραφροσύνης.
Αν θέλουμε να δράσουμε, αυτό πρέπει να ξεκινήσει απαραίτητα από την προσωπική βελτίωση. Και αυτό δεν είναι εύκολο. Βρισκόμαστε σε μία κατάσταση διαρκούς άρνησης και απ’ ότι φαίνεται δεν είμαστε διατεθειμένοι να προβούμε σε αυτοκριτική. Οι απλές καθημερινές μας στιγμές δείχνουν ένα έθνος παραδομένο και παγιδευμένο στα ίδια σφάλματα. Οι ενέσεις φόβου στο μαζικό αίσθημα έχουν προκαλέσει απομόνωση και ατομικισμό και φαίνεται πως το παιχνίδι είναι χαμένο. Είμαι, όμως, βέβαιος πως κάπου μέσα στις καθημερινές στιγμές υπάρχουν εκείνοι που δεν περιμένουν μα ξέρουν πως κάτι θα γίνει, κάποιος θα έρθει.
Μίλησέ μας λίγο για την ομάδα θεάτρου seveneleven. Πόσο ρίσκο είχε και έχει η απόφαση για την ίδρυσή της και πώς βλέπεις τα θεατρικά πράγματα σήμερα; Υπάρχει μέλλον για το πλήθος των θεατρικών ομάδων που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας;
Σήμερα κάθε επαγγελματικός κλάδος έχει το ρίσκο του. Η αγορά είναι κορεσμένη, η προσφορά μεγάλη και η ζήτηση περιορίζεται διαρκώς. Η ίδρυση της δικής μας ομάδας ήταν ανάγκη. Ανάγκη ύπαρξης σε έναν κλάδο που κάθε άλλο, παρά φροντίζει τα παιδιά του. Με το επάγγελμα του ηθοποιού να έχει περάσει στη συνείδηση πολλών ως κάποιο χόμπι, αγωνιζόμαστε να προσφέρουμε στον κόσμο αυτό που έχει χάσει: την ελπίδα και την φαντασία του.
Αναφορικά με το μέλλον, αν μπορούσα να προβλέψω κάτι τέτοιο με βεβαιότητα, θα έκανα άλλο επάγγελμα. Υπάρχει αισιοδοξία που βασίζεται σε αξιόλογες δουλειές που δείχνουν πως κάπου έχουμε να πάμε, από κάπου έχουμε να αγκιστρωθούμε. Αναζητώντας μέσα στον κυκεώνα των παραστάσεων εκείνες που θα μας προσφέρουν ψυχαγωγία και όχι απλώς διασκέδαση, θα ανακαλύψουμε νέους ανθρώπους που με ελπίδα και φρεσκάδα οδηγούν το ελληνικό θέατρο σε νέα μονοπάτια. Τόλμη θέλει.
Και αν παρόλα αυτά κάποιοι επιθυμούν να συνεχίζουν να βλέπουν το επάγγελμα του ηθοποιού σαν κάποιο χόμπι, όπως το ψάρεμα, σας διαβεβαιώνω πως εμείς βρισκόμαστε στην άλλη άκρη της πετονιάς.
Είσαι πολυπράγμων, και μας τράβηξε ιδιαίτερα την προσοχή η ενασχόλησή σου με πρόγραμμα υποστήριξης και ψυχαγωγίας ευπαθών ομάδων, με ομάδα κύριου ενδιαφέροντος τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας. Τι ακριβώς περιλαμβάνει το πρόγραμμα και πόση ικανοποίηση ψυχής και γνώση λαμβάνεις από αυτούς τους ανθρώπους που ο καθένας έχει τη δική του ιστορία;
Η ερώτησή σας μου φέρνει στο νου όλους εκείνους τους ανθρώπους που είδαμε να χαμογελούν και τώρα παλεύουμε να κρατήσουμε ανάμεσα στις σκέψεις μας την ανάμνηση αυτών των στιγμών. Ιστορίες από ανθρώπους που ήταν στην Βραζιλία, όταν ο Πελέ κέρδιζε το πρώτο του Παγκόσμιο Κύπελλο, από τον καλύτερο χορευτή swing του Πειραιά, τα ναυτικά ταξίδια σε εξωτικές χώρες και τα χορταστικά λουκάνικα που έτρωγαν οι Έλληνες μετανάστες στη Γερμανία, όλες οι στιγμές είναι μία. Η μάχη του ανθρώπου για επιβίωση, η πάλη του για γνώση και το πανέμορφο, μα δύσκολο, ταξίδι της ζωής.
Το πρόγραμμα που υλοποιείται αυτήν τη στιγμή αφορά ένα μοντέλο ψυχαγωγίας ατόμων που ανήκουν σε ευπαθείς κοινωνικές ομάδες. Το γνωστό πρόβλημα της ιδρυματοποίησης και απομόνωσης των ηλικιωμένων ανθρώπων που φιλοξενούνται στα κατά τόπους γηροκομεία, αποτελεί πρόβλημα μιας εποχής που οι άνθρωποι υποφέρουν από συμπτώματα γήρανσης σε ολοένα και μικρότερες ηλικίες. Η μακρά φιλοξενία τους σε χώρους, που όσο κι αν προσπαθούμε για το αντίθετο, δεν είναι το οικείο τους περιβάλλον, συμβάλλει στην κοινωνική τους απομόνωση, την απογοήτευση και την κατάθλιψη, μιας και πολλοί από αυτούς δεν δέχονται επισκέψεις από συγγενείς που είτε δεν υπάρχουν είτε αδιαφορούν. Απέναντι, λοιπόν, σε ένα τόσο μαζικό ζήτημα που κάποτε θα γίνει και δικό μας βίωμα, αντιτασσόμαστε με μια δράση που σκοπό έχει να προσφέρει χαμόγελο, πνευματική διαύγεια – έστω προσωρινή – και να βοηθήσει στην εκ νέου κοινωνικοποίηση των ανθρώπων αυτών μέσα από τη δημιουργία διαπροσωπικών σχέσεων που προκύπτουν από την κατά το δυνατόν συχνότερη επαφή τους μαζί μας. Εστιάζοντας σε ανθρώπους που έχουν διαγνωστεί με κάποια μορφή άνοιας, η όλη δράση αποτελεί ένα έργο που προκύπτει από τους ανθρώπους, φιλτράρεται μέσα από καλλιτεχνικές ανησυχίες και επιστρέφει στους δημιουργούς του ως απόδειξη πως οι ηλικιωμένοι έχουν δικαίωμα και είναι μέσα στο όνειρο.
Όσον αφορά το ατομικό κέρδος, δεν είναι τόσο η ικανοποίηση όσο αυτά που διαμηνύουν τα μάτια τους. Γιατί πραγματικά θα ήθελα πολύ, όταν κι εγώ πλησιάζω στην έξοδο, να υπάρχουν νέοι άνθρωποι που θα με κάνουν να βγαίνω έστω και λίγο από το απλανές βλέμμα του μυαλού που σκοτεινιάζει και σε οδηγεί να χάνεσαι λίγο-λίγο από τις μνήμες σου.
Πώς τα πας με την τεχνολογία γενικότερα και τα social media ειδικότερα; Πώς σου φαίνεται η προσκόλληση πολλών συνανθρώπων μας στην οθόνη ενός κινητού, με κίνδυνο την αποκοπή από την πραγματική face-to-face επικοινωνία έως και τον τραυματισμό τους λόγω… απροσεξίας;
Είναι όντως χιουμοριστικό μα ταυτόχρονα τρομακτικό να παρακολουθείς τους νέους ανθρώπους να χάνονται σιγά-σιγά στην πλαστή ασφάλεια μιας εικονικής πραγματικότητας και να κρύβονται πίσω από μια οθόνη υπολογιστή, αφήνοντας τη ζωή να περάσει ψηφιακά, ενώ, όταν συναντούν κάποιον, το λεξιλόγιό τους να περιορίζεται σε λίγες μόνο φράσεις και λέξεις βασικής επικοινωνίας. Χάνουμε τη γλώσσα μας, δανείζουμε χωρίς να μας δανείζουν και οδηγούμαστε στον ατομικισμό. Δυστυχώς, είμαι παιδί του τηλεφώνου με μύλο και νοσταλγώ τις εποχές που δεν έβρισκα κάποιον φίλο μου και περίμενα να με πάρει, όταν γυρίσει. Νοσταλγώ τις γειτονιές που χάθηκαν από τους δρόμους και μεταμορφώθηκαν σε game rooms και chat rooms στα μέσα δικτύωσης. Εύχομαι πολλά χρόνια μετά, να έχει μείνει κάτι στους ανθρώπους να νοσταλγούν. Γιατί στα δύσκολα, επιστρέφουμε στους μεγάλους πυλώνες του κλασικού, του ιδεατού, του πρωταρχικά ωραίου. Κρίμα να μην χτίσουμε νέους.
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΟΤΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟ
Ο Νότης Παρασκευόπουλος είναι ηθοποιός, απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Γιώργου Αρμένη. Έχει παίξει σε έργα των Κορομηλά, Βάλεντιν, Φρέιν, Μαριβώ, Σνίτσλερ, Ρόουζ, Σαίξπηρ κ.α., όπως και σε παιδικές παραστάσεις βασισμένες στα βιβλία της Μάρως Θεοδωράκη, του Χρήστου Κλαδά και του Σαμ ΜακΜπράτνει. Μετά το πέρας των θεατρικών του σπουδών ίδρυσε μαζί με την Κωνσταντίνα Μαλτέζου, την ομάδα θεάτρου seveneleven και υπέγραψε την πρώτη του σκηνοθεσία με το έργο «Ο Θάνατος του Περικλέους» του Δημητρίου Κορομηλά. Ακολούθησαν οι κωμωδίες «Ραντεβού στα Τυφλά» σε κείμενο του ίδιου, «Το Παιχνίδι του Έρωτα και της Τύχης» του Μαριβώ, «Ο Κύκλος του Έρωτα» του Άρθουρ Σνίτσλερ και η «Δωδέκατη Νύχτα» του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ.
Παράλληλα με την σκηνοθεσία, έχει μεταφράσει για το θέατρο έργα των Μπιν, Μαριβώ, Σνίτσλερ, Κάλεν, Σαίξπηρ και Στρατίεβ. Πρόσφατα ξεκίνησε τη συνεργασία του με τον εκδοτικό οίκο Βακχικόν για την έκδοση των μεταφράσεών του. Εκτός θεάτρου, μαζί με την Κωνσταντίνα Μαλτέζου, έχει αναπτύξει και πραγματοποιεί ένα πρόγραμμα υποστήριξης και ψυχαγωγίας ευπαθών ομάδων με ομάδα κύριου ενδιαφέροντος τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας.
Παράλληλα, παραδίδει μαθήματα υποκριτικής και τα τελευταία χρόνια έχει ξεκινήσει συνεργασίες με την ιστοσελίδα του actualité bilingue όπου και διατηρεί στήλη για τον κινηματογράφο και με το Λεξικοπωλείο όπου σε συνεργασία με τον συγγραφέα Δημήτρη Στεφανάκη παρουσιάζει την λογοτεχνική και κινηματογραφική λέσχη cine-μύθος. Το χειμώνα του 2016 ξεκίνησε μία νέα συνεργασία με τον ψυχοθεραπευτή Πάτροκλο Παπαδάκη με κύριο άξονα τον τομέα του Public Speaking.
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
Ο Ιβάν Αντόνωφ αγόρασε ένα σακάκι… κάπως μαλλιαρό. Τώρα καλείται να πληρώσει φόρο για το πρόβατό του. Δηλαδή το σακάκι που εκτρέφει. Με λίγα λόγια για το πρόβατο που φοράει. Ο παραλογισμός των δημοσίων υπαλλήλων που εκπροσωπούν το κρατικό θηρίο συνθλίβει κάθε ελπίδα για δικαίωση και η μόνη λύση που διαφαίνεται είναι το δίλημμα της τρέλας ή της μοναχικής σταυροφορίας απέναντι στο σύστημα.
Λίγα λόγια για το έργο
Γραμμένο το 1976, “Το Σακάκι που Βελάζει” παραμένει επίκαιρο, με τη διαχρονική γραφή του συγγραφέα να ταιριάζει, 40 χρόνια αργότερα, απόλυτα στην ελληνική πραγματικότητα.
Χρησιμοποιώντας ως κύρια θεματική τη μάστιγα της γραφειοκρατίας και με όχημα την Οδύσσεια του Ιβάν Αντόνωφ μέσα σ’ έναν Δημόσιο Οργανισμό, ο Στρατίεβ αποδομεί τον κρατικό μηχανισμό με την σάτιρά του, θέτοντας κανόνες σε μία λογική που μέσα στο κρατικό σύστημα φαντάζει ως κάτι παράλογο και ανίσχυρο. Η αλήθεια, παγιδευμένη σε στοίβες εγκυκλίων, οδηγιών και αναφορών, πασχίζει να βρει τη διέξοδο μα πάλι χάνεται μέσα στα ξεχασμένα ερμάρια των διαδρόμων. Το σύστημα – ανασταλτικός παράγων της όποιας εξέλιξης – παγιδεύει και τελικά συνθλίβει τον απλό πολίτη που τολμάει να ξεφύγει.
Παράλληλα με την σάτιρά του, ο Στρατίεβ αναζητά μέσα απ’ τους ήρωές του και τον χαμένο χρόνο. Τον χρόνο που μεταφράζεται σε ώρες, γιγαντώνεται σε εβδομάδες και φεύγει σαν αέρας μέσα από τις εποχές που επαναλαμβάνονται, ενώ ο άνθρωπος μένει στάσιμος σαν ακροκέραμο και περιμένει «Κάποιος να έρθει, κάτι να γίνει…» όπως εξομολογείται και η Ντερμεντζίεβα.
Φέτος το έργο του Στρατίεβ – που ανεβαίνει σε νέα μετάφραση – συμπληρώνει 40 χρόνια ζωής, ενώ η παράσταση χαίρει της επίσημης υποστήριξης της Πρεσβείας της Βουλγαρίας.
Τίτλος: Το Σακάκι που Βελάζει
Συγγραφέας: Στανισλάβ Στρατίεβ
Κατηγορία Έργου: Κωμωδία
Μετάφραση-Σκηνοθεσία: Νότης Παρασκευόπουλος
Κίνηση: Γιάννης Πολύζος
Σκηνικά: Μυρσίνη Μανέτα
Κοστούμια: Κωνσταντίνα Μαλτέζου
Μουσική Επιμέλεια: Νότης Παρασκευόπουλος – Γιάννης Πολύζος
Σχεδιασμός Φωτισμών: Νίκος Ζαΐρης
Κατασκευή Σκηνικού: Γεράσιμος Μαλτέζος
Φωτογραφίες-Βίντεο: Γιώργος Χαρίσης
Οπτική Επικοινωνία: Νίκος Γαζετάς
Ηθοποιοί: Πάνος Καλαντζής
Κωνσταντίνα Μαλτέζου
Δημήτρης Μαμιός
Νότης Παρασκευόπουλος
Τάσος Τζιβίσκος
Χώρος: Θέατρο ΠΚ
Κασομούλη 30 & Ρενέ Πυώ 2, Νέος Κόσμος
(Μετρό/Τραμ: Νέος Κόσμος)
www.pktheater.gr
Κρατήσεις: 210 9011677 & 693 6159929
Προπώληση Εισιτηρίων: http://www.viva.gr/tickets/theater/theatro-pk/to-sakaki-pou-velazei
Παραστάσεις: Κάθε Σάββατο 21:30 & Κυριακή 18:30 έως και 22 Ιανουαρίου
Διάρκεια: 90 λεπτά
Τιμές Εισιτηρίων: Γενική Είσοδος: 12€
Μαθητικό/Φοιτητικό, ΑΜΕΑ, Πολυτέκνων, άνω των 65: 10€
Ανέργων: 8€
Παραγωγή: seveneleven ομάδα θεάτρου
Το κείμενο του έργου κυκλοφορεί σε πρόγραμμα από τις εκδόσεις Vakxikon.gr
Περισσότερα για την Ομάδα Θεάτρου Seven Eleven εδώ.
Facebook Page