Η Μαρω Θεοδωρακη στο «Και για πες…» με την Ελενα Χατζοπουλου

Έχω τη χαρά και την τιμή να συναντήσω την εξαιρετική και πολυτάλαντη Μάρω Θεοδωράκη, κόρη του ποιητή και δημοσιογράφου Γιάννη Θεοδωράκη και της δημοσιογράφου Νίτσας Λουλέ και ανιψιά του Μίκη Θεοδωράκη.

Μάρω, καλωσόρισες στο Sin Radio. Τυχερή πολύ, θα μπορούσε κάποιος να πει, μιας και γεννήθηκες μέσα στην ποίηση και στη μουσική και μεγάλωσες στην αγκαλιά σπουδαίων καλλιτεχνών. Θέλεις να μοιραστείς μαζί μας στιγμές από αυτή σου την ευλογία;

Έλενα, σας ευχαριστώ κι εγώ για την πρόσκληση. Η αλήθεια είναι ότι μεγάλωσα μέσα στη δημοσιογραφία, στην ποίηση και στη μουσική. Σε μια εποχή που ο πολιτισμός καρποφορούσε και η τέχνη είχε μια διαφορετική αισθητική από την σημερινή. Οι γραφομηχανές των γονιών μου χτυπούσαν καθημερινά στο σπίτι, αφού και οι δύο ήταν ιδιαίτερα ενεργοί στον χώρο τους και παράλληλα πολύ παθιασμένοι με το επάγγελμά τους. Ο πατέρας μου μέσα στα άρθρα της εφημερίδας, τα οποία έχουν αφήσει εποχή, έγραφε και τα ποιήματά του τα οποία θαύμαζα από μικρό παιδί.

Και η μητέρα σου;

Η μητέρα μου ήταν παρούσα σε επικίνδυνες αποστολές και σε κοινωνικά ρεπορτάζ, που λίγες γυναίκες θα τολμούσαν να αγγίξουν. Στην πραγματικότητα κατάφεραν να κάνουν πράγματα στην εποχή τους που λίγοι τώρα θα τολμούσαν. Βέβαια, αυτό είχε ένα τίμημα στην οικογενειακή εστία. Μας έλειπαν βλέπεις πολύ, καθώς η δουλειά τους απορροφούσε καθημερινά…

Το να ακολουθήσεις κάποιον καλλιτεχνικό δρόμο, όντας μέσα σε οικογένεια των γραμμάτων και των τεχνών, αποτελούσε μονόδρομο;

Θα πρέπει σίγουρα να επηρεάσθηκα από το οικογενειακό περιβάλλον. Ο θείος μου, ο Μίκης, προέτρεψε τους γονείς μου να μου πάρουν το πρώτο μου πιάνο, στα πέντε μου χρόνια. Κι έτσι ξεκίνησε η πρώτη μου επαφή με τη μουσική. Τους ευγνωμονώ για αυτό. Με αυτό το πιάνο συμπορεύομαι ακόμα σε όλα τα επίπεδα. Επαγγελματικά, καλλιτεχνικά και προσωπικά! Έτσι η μουσική ήρθε αβίαστα στην ζωή μου κι έμεινε για να με καθορίζει σαν άνθρωπο και σαν καλλιτέχνη.

Έχεις σπουδάσει μουσική, διδάσκεις μουσική, γράφεις μουσική και έχεις πολλές συμμετοχές στο θέατρο, στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο, από διαφορετικό μετερίζι κάθε φορά. Μακρά πορεία, γεμάτη από δημιουργία. Μίλησέ μας για αυτό το ταξίδι σου…

Δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ τον εαυτό μου χωρίς τη μουσική. Μέσα από τη σχέση μου με τη μουσική εξελίχθηκα, βελτιώθηκα σαν άνθρωπος, βελτιώθηκα σαν καλλιτέχνης, απόκτησα μοναδικές εμπειρίες, όπως είναι οι σχέσεις με τους μαθητές μου, κατάφερα να εκφράζομαι συναισθηματικά κι απόκτησα μια διαφορετική πραγματικότητα. Είτε γράφω μουσική, είτε διδάσκω νιώθω την ενέργειά μου να εκτοξεύεται. Μοιάζει σαν μια θεραπευτική διαδικασία πια για μένα.

Έχεις να θυμηθείς κάποιους σημαντικούς για σένα σταθμούς σ’ αυτή τη διαδρομή;

Ένας πολύ σημαντικός σταθμός στην ζωή μου ήταν η γνωριμία με την πιανίστα και μέντορά μου, Ρίτα Βούρτση, η οποία με πίστεψε και με δίδαξε το πιάνο, όπως δεν μου το είχε διδάξει κανείς! Μαζί της αγάπησα ακόμα περισσότερο τη μουσική και εκτίμησα την αξία της κλασσικής παιδείας. Μια ακόμα καθοριστική συνάντηση στη ζωή μου ήταν η πρόταση από τον Κώστα Κοντογιάννη και τον Γιώργο Θεοδοσιάδη να διδάξω φωνητική και υποκριτικό τραγούδι στη Δραματική Σχολή Αθηνών. Από εκείνη την ημέρα ξεδιπλώθηκε ένας διαφορετικός και συναρπαστικός κόσμος, τον οποίο ακολουθώ μέχρι και σήμερα.

Έχεις και αρκετές συνεργασίες στο θέατρο και στον κινηματογράφο…

Ναι, βέβαια… Πορεύομαι στη μουσική διδασκαλία εδώ και 23 χρόνια και νιώθω απέραντη ευγνωμοσύνη, ενώ η Δραματική σχολή είναι το δεύτερό μου σπίτι, ενώ έχω κάνει πολλές δουλειές στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Ξεχωρίζω την πρώτη μου παράσταση στο Ηρώδειο, στην οποία έκανα τη μουσική διδασκαλία, με τους «Αχαρνείς», σε σκηνοθεσία του Γιώργου Αρμένη και μουσική του φίλου Διονύση Τσακνή. Είμαι πράγματι ευγνώμων, μιας κι έχω να θυμάμαι πολλές και καλές συνεργασίες, τις οποίες τις κέρδισα με πολλή δουλειά και αφοσίωση. Άλλωστε για μένα τέχνη χωρίς αφοσίωση και πάθος δεν υπάρχει.

Μάρω, σήμερα είμαστε εδώ για να μιλήσουμε και για τα βιβλία σου. Όσο απίστευτο κι αν ακούγεται, 55 βιβλία φέρουν το όνομά σου! Τα 51 από αυτά είναι παιδικά βιβλία. Αρχικά, πώς προέκυψε η ανάγκη σου για γράψιμο;

Σε ό,τι αφορά τη συγγραφή, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου έγραφα τις μικρές μου ιστορίες, ενώ κρατούσα και ημερολόγιο. Θεωρώ πως η δημοσιογραφία έπαιξε κι εδώ τον ρόλο της, αφού από μικρό παιδί διάβαζα τα άρθρα των γονιών μου, ενώ η ανάγκη μου να εκφραστώ, μέσα από τις λέξεις, έγινε επιτακτική μεγαλώνοντας… Έτσι, το 1999, γεννήθηκε το πρώτο μου παιδικό βιβλίο, με τίτλο «Η παραμυθάδα με τις νότες» (εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα), με την υπέροχη εικονογράφηση του βραβευμένου Νικόλα Ανδρικόπουλου και τον συγκινητικό πρόλογο του θείου μου Μίκη… Εκείνη τη εποχή, δίδασκα πιάνο στο Εθνικό Ωδείο κι ήθελα να κάνω πιο συναρπαστικό το μάθημα για τους μικρούς μου μαθητές. Κι έτσι ένοιωσα την ανάγκη να γράψω ένα παιδικό παραμύθι για τις νότες και το σπίτι τους… Οπότε εμφανίστηκε ο παππούς ο Ντο, η γιαγιά η Ρε κι όλη τους η οικογένεια μπήκε μέσα σε ένα βιβλίο, που αμέσως αγαπήθηκε από μικρούς και μεγάλους. Από τότε ξεκίνησε το ταξίδι μου στη συγγραφή, το οποίο, καθώς φαίνεται, συνεχίζεται σε πολλούς ακόμα προορισμούς.

Η γέννηση των δύο κοριτσιών σου έπαιξε κάποιον ρόλο στη συγγραφή των παιδικών βιβλίων;

Σίγουρα ναι! Όταν εκδόθηκε η «Παραμυθάδα» είχα ήδη και τις δυο μου κόρες. Όλα αυτά τα χρόνια έγραφα με άξονα τις «ανάγκες» τους σε σχέση με τις αξίες, τις έννοιες και όλα αυτά που θα ήθελα μοιραστώ μαζί τους, όπως και με το αναγνωστικό κοινό μου. Όσο εκείνες μεγάλωναν τόσο μεγάλωνε και η έμπνευση. Ακόμα και τώρα θέλω πρώτες εκείνες να διαβάζουν τις ιστορίες μου πριν εκδοθούν. Υπολογίζω πολύ τη γνώμη και την κρίση τους. Επιπλέον τα κορίτσια μου είναι πάντα υποστηρικτικά και ενθαρρυντικά. Κι αυτό για μένα είναι πολύ σπουδαίο. Τα παιδιά μου είναι η ευλογία μου.

Τι είναι αυτό που σε εμπνέει; Από πού αντλείς μια καινούργια ιδέα για τα βιβλία σου;

Εμπνέομαι από την καθημερινότητα… από την ίδια τη ζωή. Αντλώ ιδέες και σκέψεις μέσα από έννοιες που θέλω να περάσω στους μικρούς αναγνώστες, δίχως όμως να τους σηκώνω το δάχτυλο. Η φιλία, η αγάπη, ο σεβασμός προς τον συνάνθρωπο, η διαφορετικότητα, η αλληλεγγύη, η ενσυναίσθηση, είναι όλα όσα συνήθως προβάλλονται μέσα στις δικές μου ιστορίες. Γράφοντας για παιδιά μπαίνω σε έναν δικό μου κόσμο, που με πολλή φροντίδα έχω δημιουργήσει όλα αυτά τα χρόνια. Είναι σαν να μπαίνω σε μια παιδικότητα. Κι αυτό είναι όμορφο και θεραπευτικό.

Και τα βιβλία τα οποία έχεις γράψει και απευθύνονται σε ενήλικες;

Σε ό,τι αφορά τα βιβλία που έχω γράψει για ενήλικες, όλα προσδιορίζονται μέσα από την αγάπη και τη σχέση μου με τη μουσική και τη μουσικοκινητική αγωγή. Ξεχωρίζω το «Εγώ, είμαι η φωνή μου» και το «Δημιουργικό τραγούδι και Μουσικοκινητική» (εκδόσεις Μίνωας). Και τα δυο αυτά βιβλία αποτυπώνουν γνώσεις και μουσική εμπειρία για όλους όσους θέλουν να διευρύνουν τις γνώσεις τους στο κομμάτι της φωνής και της μουσικοκινητικής.

Μια καινούργια ιδέα, λοιπόν, αναδύεται από θέματα που απασχολούν την κοινωνία μας στο σήμερα;

Πάντα η κοινωνία έρχεται να μας υπενθυμίσει θέματα που οφείλουμε να προβάλλουμε στα παιδιά μας, όπως είναι οι ανθρώπινες σχέσεις, το διαζύγιο, ο σεβασμός στα ζώα, η μετανάστευση, το δικαίωμα στη μόρφωση, οι διατροφικές διαταραχές, κ.α. Θέματα πάντα υπάρχουν. Το ζητούμενο είναι πώς θα τα προβάλει ο συγγραφέας στο μικρό παιδί. Κι εκεί θέλει προσοχή, σεβασμό και ειλικρίνεια.

Η τελευταία σειρά των παιδικών σου βιβλίων τιτλοφορείται «Σ’ αγαπώ»…

Ναι, η μοναδική αυτή σειρά «Σ’ αγαπώ…» (εκδόσεις Μίνωας), ξεκίνησε από την ανάγκη να γράψω ένα βιβλίο για τον σεβασμό στους ηλικιωμένους και τη γεροντική άνοια. Έτσι έγραψα το «Γιαγιά, σ’ αγαπώ», το οποίο μίλησε κατευθείαν στην καρδιά των παιδιών. Ακολούθησε το «Μπαμπά, σ’ αγαπώ», ένα βιβλίο για τη μοναδική σχέση πατέρα – κόρης. Και συνέχισα με το «Παππού, σ’ αγαπώ», το οποίο αναφέρεται στη μοναξιά των ηλικιωμένων και στο νοιάξιμο που χρειάζονται. Αυτό το τελευταίο μου βιβλίο, το οποίο έγραψα μέσα στη πρώτη καραντίνα, εκδόθηκε τον περασμένο Φλεβάρη και αγκαλιάστηκε κι αυτό από τις εκδόσεις Μίνωας, με τις οποίες έχω τη χαρά να συνεργάζομαι τα τελευταία χρόνια. Τον Σεπτέμβρη θα κυκλοφορήσει και το «Μαμά, σ’ αγαπώ», το οποίο το αναμένω με ενθουσιασμό! Η εικονογράφηση δε σε αυτή την σειρά είναι της εξαιρετικής Νίκης Λεωνίδου.

Μάρω, πώς διδάσκουμε στα παιδιά την αγάπη;

Η αγάπη διδάσκεται μέσα από την ενσυναίσθηση. Θεωρώ πως όλα τα συναισθήματα φιλτράρονται μέσα από την ενσυναίσθηση, την οποία πρέπει οι γονείς να την καλλιεργούν στα παιδιά τους. Η αγάπη έχει υψηλή δόνηση σαν λέξη, σαν έννοια και σαν συναίσθημα. Χωρίς αγάπη δεν μπορούμε να προχωρήσουμε ούτε ένα βήμα. Και αναφέρομαι στην αγάπη άνευ όρων. Γιατί αγάπη με όρους δεν υπάρχει!

Τι θέλεις να ξέρουν τα παιδιά σήμερα;

Θα έλεγα στα παιδιά πως η ζωή είναι ένα υπέροχο ταξίδι εμπειριών και γνώσεων. Πως δεν πρέπει να φοβούνται. Πως θα πρέπει να διεκδικούν, όπως θα πρέπει και να σέβονται. Και μεγαλώνοντας, θα τους έλεγα, πως κάθε μέρα θα πρέπει να βελτιώνουν τη ζωή τους, ώστε να γίνονται καλύτεροι άνθρωποι. Και ότι η ευτυχία καθορίζεται μέσα από τις επιλογές μας.

Κι αν μπορούσες να δώσεις μια συμβουλή ή μια «οδηγία ζωής» στα παιδιά, ποια θα ήταν αυτή;

Να είναι ο εαυτός τους!

Μάρω, σε ευχαριστώ πολύ που μοιράστηκες μαζί όλα αυτά! Επίτρεψέ μου να κλείσω αυτή μας τη συνομιλία με λίγα λόγια που έγραψε ο θείος σου, Μίκης Θεοδωράκης, πριν από αρκετά χρόνια, για το βιβλίο σου «Όμορφη Πόλη»: «Τελικά φαίνεται ότι τα καλλιτεχνικά γονίδια της οικογένειας τα πήρε πάνω της η αγαπημένη μου ανιψιά, η Μάρω Θεοδωράκη. Πιανίστα, συνθέτης, αλλά και συγγραφέας! Πόσο λυπάμαι που ο Γιάννης, ο αδελφός μου και πατέρας της, δεν ζει για να την καμαρώνει όπως εγώ. Όμως αυτή τη φορά, με την «Όμορφη πόλη», δεν καμαρώνω μόνο, αλλά και συγκινούμαι βαθύτατα, γιατί με το μεστό και πανέμορφό της κείμενο αγγίζει ό,τι πολυτιμότερο έχω μέσα μου: την οικογένεια και το χωριάτικο σπίτι μας στον Γαλατά Χανίων, όπου έζησα τις ωραιότερες μέρες της ζωής μου λουσμένες στο φως της ευτυχίας, της χαράς και του γέλιου του «παππού» και της «γιαγιάς» της ιστορίας, δηλαδή του μπαμπά και της μαμάς μου, αλλά και του αδελφού μου, καθώς ήμαστε μαζί ένα κουβάρι αγκαλιασμένοι… Χωρίς αυτή την αγκαλιά η ζωή μου άλλαξε για πάντα. Τη σκέφτομαι και την αποζητώ κάθε στιγμή. Γι’ αυτό, Μάρω, σ’ ευχαριστώ που με οδήγησες ξανά κοντά τους… Κι ας ξέρω πως ονειρεύομαι… Μίκης Θεοδωράκης, Αθήνα 21/12/2009».

Μικρό Βιογραφικό (πηγή)

Η Μάρω Θεοδωράκη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα μέσα σε μια δημοσιογραφική και μουσική οικογένεια. Σπούδασε Πιάνο στο Εθνικό Ωδείο, αποφοιτώντας με Άριστα παμψηφεί, Τραγούδι, Φωνητικά στο Πρότυπο Πειραματικό Ωδείο, Μουσικοκινητική Αγωγή και Σεμινάρια Φωνητικής Δραματουργίας. Από το 1998 διδάσκει υποκριτικό τραγούδι σε δραματικές σχολές και στο Αμερικάνικο Κολλέγιο (Deree). Έχει συνθέσει μουσική για το θέατρο και έχει επιμεληθεί μουσικές παραστάσεις, συνεργαζόμενη με σκηνοθέτες όπως οι Π. Ζούλιας, Γ. Αρμένης, Θ. Μουμουλίδης, Ν. Χαραλάμπους, Ν. Μπουσδούκος, Α. Γύρα, Ν. Καραγέωρ­γος, Κ. Φανουράκη, Στ. Γούτης κ.ά.

Στον κινηματογράφο συνεργάστηκε πρώτη φoρά το 2008 με τον R. Crombie, κερδίζοντας και το Α΄ βραβείο πρωτότυπης μουσικής για την ταινία Sappho (3ο Φεστιβάλ Κύπρου). Ακολούθησε η ταινία The Good soldier Sveik (animation, 2009), ενώ το 2017 προβλήθηκε η ταινία της Κλειούς Φανουράκη Ξα μου, με πρωταγωνιστή τον Γιώργο Χωραφά, στην οποία η Μάρω Θεοδωράκη έχει γράψει την πρωτότυπη μουσική. Έχει, επίσης, συνεργαστεί με την κρατική τηλεόραση, με κορυφαία τη μουσική της σύνθεση στο ντοκιμαντέρ Το σκοτεινό τρυγόνι, σε σκηνοθεσία Μ. Δελιοτζάκη στην ΕΡΤ1.

Τα εκπαιδευτικά της προγράμματα έχουν απήχηση σε όλη την Ελλάδα και στο εξωτερικό, με κορυφαία τα «Αριστοφανικά Χορικά» και τις «Μουσικές Πράξεις και Δράσεις μέσα από τα μάτια των παιδιών».

Η Μάρω Θεοδωράκη είναι γνωστή και για τη συγγραφική της δράση, έχοντας στο ενεργητικό της πάνω από 50 παιδικά βιβλία, αποσπάσματα των οποίων περιλαμβάνονται στα σχολικά βιβλία.

Από τις εκδόσεις Μίνωας κυκλοφορούν επίσης τα βιβλία της Η Σερενάτα για το Κανταδοχώρι (2016), Χιονομπαλού (2016), Δημιουργικό τραγούδι και μουσικοκινητική (2016), Γιαγιά, σ’ αγαπώ! (2017), Να ζεις δυνατά (2017), Βάρκα στον γιαλό (2018), Εγώ είμαι η φωνή μου (2019), Το μικρό μου κουβαράκι (2019) και Μπαμπά σ’ αγαπώ (2020).