Η αφορμή να συναντήσω την Άννα Αδριανού ήταν η παράσταση «Η ΛΕΝΙ ΡΙΦΕΝΣΤΑΛ ΚΟΙΜΑΤΑΙ ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ;», έργο του συγγραφέα, συνθέτη κι ενορχηστρωτή, Άγγελου Αδρεόπουλου.
Ένα θεατρικό έργο, του οποίου τη διασκευή, τη σκηνοθεσία και τους φωτισμούς αναλαμβάνει η Βάνα Πεφάνη, τη μουσική ο Μάνος Αντωνιάδης και τα σκηνικά και κοστούμια ο Γιώργος Λυντζέρης. Και όλοι μαζί δημιουργούν μια παράσταση, η οποία και εξαιτίας του θέματός της, αλλά κυρίως εξαιτίας της σκηνοθεσίας και της ερμηνείας της Άννας Αδριανού και του Βασίλη Αφεντούλη, στο τέλος «υποχρεώνει» τον θεατή να καλέσει στη σκηνή ξανά και ξανά και ξανά τους συντελεστές της.
Όμως, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή…
∞
Λένι Ρίφενσταλ. Γερμανίδα ηθοποιός, σκηνοθέτης και φωτογράφος. Στο Βερολίνο, όπου έζησε ως παιδί, στην οικονομικά εύρωστη οικογένειά της, ασχολήθηκε με τον χορό και αργότερα, μετά από έναν τραυματισμό, ως ηθοποιός πλέον, έπαιξε στις «ταινίες του βουνού», μιας και λάτρευε τη φύση.
Το μεγάλο άλμα στην καριέρα της γίνεται το 1932, με την ταινία «Το γαλάζιο φως», στην οποία πρωτοεμφανίζεται ως σκηνοθέτις και είναι η χρονιά, όπου η Λένι γνωρίζει τον Χίτλερ, παρακολουθεί την ομιλία του στο Συνέδριο της Νυρεμβέργης, γοητεύεται από την προσωπικότητά του και αρχίζει να μελετά το έργο του. Ο δε Χίτλερ, εντυπωσιασμένος από τη Λένι, αρχίζει να τη χρηματοδοτεί, προκειμένου να γυρίσει ταινίες, στις οποίες ουσιαστικά προπαγανδίζεται το Εθνικοσοσιαλιστό Κόμμα. Από τα πιο σημαντικά έργα της Ρίφενσταλ είναι η κινηματογράφηση των Ολυμπιακών Αγώνων του Βερολίνου το 1936, όπου επισκέπτεται την Αρχαία Ολυμπία, παρακούει τον Χίτλερ και κινηματογραφεί και τους μη άρειους αθλητές, χρησιμοποιεί νέες τεχνικές και με το υλικό που συγκεντρώνει δημιουργεί την ταινία «Olympia». Για αυτήν την ταινία το περιοδικό Time της αφιέρωσε εξώφυλλο και με αυτήν την αφορμή η Ρίφενσταλ επισκέπτεται την Αμερική, ελάχιστες μέρες πριν τη Νύχτα των Κρυστάλλων (η απαρχή του Ολοκαυτώματος). Οι δηλώσεις της, όμως, ότι ο Χίτλερ δεν φέρει ευθύνη, ξεσηκώνουν θύελλα αντιδράσεων και η επίσκεψή της μετατρέπεται σε καταστροφή, μιας και όλα τα ραντεβού με παράγοντες του Χόλυγουντ ακυρώνονται (τουλάχιστον δημόσια).
Μετά τον πόλεμο η Ρίφενσταλ συλλαμβάνεται, ανακρίνεται και δηλώνει άγνοια, απολιτική και παρεξηγημένη. Ενώ κρατήθηκε, ποτέ δεν καταδικάστηκε, αλλά και ποτέ δεν ένιωσε ενοχές για το παρελθόν της.
Προσπάθησε να επανέλθει ως δημιουργός ταινιών, όμως πολλοί αντιτάχθηκαν στην αναβίωση της καριέρας της κι έτσι το 1956 αναγκάζεται να αναχωρήσει για την Αφρική, αν και κατά περιόδους επιστρέφει στην Ευρώπη, όπου γυρνάει ντοκιμαντέρ, εκδίδει φωτογραφικό άλμπουμ για τη φυλή Νούμπα, φωτογραφίζει τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου το 1974, παίρνει μαθήματα καταδύσεων και εκδίδει λεύκωμα με υποβρύχιες φωτογραφίες.
Η Λένι Ρίφενσταλ απεβίωσε σε ηλικία 101 ετών, διάσημη για τις ταινίες προπαγάνδας που δημιούργησε για λογαριασμό των Ναζί.
∞
Σήμερα στο θέατρο Φούρνος, η Λένι Ρίφενσταλ (Άννα Αδριανού), πρόκειται να δώσει συνέντευξη, σε έναν δημοσιογράφο (Βασίλης Αφεντούλης), χωρίς να μπορεί να ελέγξει τις ερωτήσεις του.
Η γλώσσα του σώματός της μαρτυρά την αμηχανία της. Κλειστή, ψυχρή, συγκρατημένη, σφίγγει το μικρό της τσαντάκι στα γόνατα. Νοιώθει άβολα, αλλά η υπεροψία της ξεχειλίζει.
– Ταλαντούχα χορεύτρια ή απλά όμορφη, τη ρωτάει ο δημοσιογράφος και η συνέντευξη ξεκινάει…
Η Ρίφενσταλ, προσπαθεί να κερδίσει χρόνο, πίνει νερό, κάνει μικρές κινήσεις, δίνει πάντα έμμεσες απαντήσεις, ενώ υποστηρίζει ότι την έχουν διαβάλλει.
– Θα θέλατε να είστε Εβραία στη Γερμανία του Χίτλερ;
Η συνέντευξη ακολουθεί την τακτική της γάτας με το ποντίκι, ενόσω η Ρίφενσταλ δηλώνει ότι ο καλλιτέχνης δεν καθορίζεται από το φύλο του, αλλά από το έργο του. Είναι φιλόδοξη, είναι εγωπαθής, είναι νάρκισσος και φυσικά δεν φοβάται ή δεν υπολογίζει τους άνδρες, παρόλο που παραδέχεται τη γοητεία που ασκούσε πάνω της ο Χίτλερ και πως καθόρισε την καριέρα της, σε μια συγκυρία όπου το «ναι» είναι μονόδρομος.
Κι εκείνη, τόσο προσηλωμένη στην μεγαλοφυΐα της και στην τέχνη της, δεν αντιλήφθηκε το τι συνέβαινε, ακόμη κι όταν στα γυρίσματα των ταινιών της χρησιμοποιούσε, ως κομπάρσους, τσιγγάνους από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
– Τελικά πόσο δυσδιάκριτα είναι τα όρια μεταξύ τέχνης και προπαγάνδας;
– Μα η τέχνη δεν έχει ηθική. Έχει μόνο όραμα.
∞
Η Βάνα Πεφάνη ξεπερνάει τον ίδιο της τον εαυτό, παρασύροντας την Άννα Αδριανού, ερμηνευτικά να αποδώσει τα μέγιστα. Με τον Βασίλη Αφεντούλη να κρατάει το τέμπο, τις προβολές αυθεντικών σκηνών από την ζωή και το έργο της Λένι Ρίφενσταλ και τη μουσική του Μάνου Αντωνιάδη, η παράσταση καθηλώνει τον θεατή, ενώ το κυρίαρχο ερώτημα παραμένει: Η Λένι Ρίφενσταλ κοιμάται τα βράδια;
∞
Με αυτήν την αναπάντητη ερώτηση, συναντάμε την Άννα Αδριανού (Εκ των υστέρων και από κάποιον άλλον, έμαθα ότι ήταν άρρωστη και είχε οδηγία για αφωνία. Κι όμως έμεινε και συνομιλήσαμε για αρκετή ώρα και φυσικά την ευχαριστώ πολύ).
Άννα, η Ρίφενσταλ, όπως δηλώνει με πάθος, κέρδισε όλες τις δίκες και αντέκρουσε όλα τα κατηγορητήρια. Πόσο χωράει εδώ το αριστοτελικό «κρίνουμε τα πράγματα κατά περίπτωση»; Πόσο «δίκιο» ή όχι έχει;
Γι’ αυτό κι εμείς το αποδώσαμε ως δύο τρόπους ζωής, με δύο τρόπους σκέψης.
Πάντα αναρωτιέμαι… Ο άνθρωπος, η προσωπικότητα και ο χαρακτήρας του ή η τέχνη του; Και πόσο αυτά τα δύο συμβαδίζουν;
Σύμφωνα με ψυχολόγους, οι περισσότεροι καλλιτέχνες είναι «διαταραγμένοι». Για αυτό κάνουν τέχνη. Έχουν βαθιές πληγές. Οπότε, πολλοί από αυτούς που η διαταραχή τους τους έχει πάει σε πιο αρνητικές συμπεριφορές, ενδεχομένως δεν είναι αυτοί που κάποιος θα ήθελε να τους έχει φίλους. Αλλά δεν μπορείς να μη σταθείς στο έργο τους. Στη Ρίφενσταλ, η διαφορά είναι ότι δεν ήταν μια γυναίκα που ήταν κακοποιητική ή που φερόταν άσχημα στους γύρω της. Όταν όμως έχεις προπαγανδίσει τον Χίτλερ και τους Ναζί; Τότε βέβαια αυτή δεν ήξερε ότι θα αιματοκυλούσαν όλη την Ευρώπη, τον Χίτλερ τον γνώρισε το 1932. Αλλά από την άλλη έχει κι ένα μεγάλο μέρος ευθύνης. Γιατί, όταν τους γνώρισε, τους στήριξε.
Το ίδιο νόμισμα με δύο όψεις. Άλλες οπτικές.
Έτσι είναι. Κι έτσι δεν είναι όλα στη ζωή; Γιατί κι αυτή είχε αυτήν την ανάγκη.
Κάποτε ένας συνάδελφός σου, σε παρόμοια συζήτηση, μου είπε «το πώς φέρομαι στο σπίτι μου ενδιαφέρει τους οικείους μου, εσένα σε ενδιαφέρει το έργο μου».
Νομίζω ότι είναι θέμα προσωπικό του καθενός πώς θέλει να το αντιμετωπίσει.
Δηλαδή; Δεν βλέπω ταινία του; Δεν πάω σε έκθεσή του; Τον διαγράφω;
Ναι. Ή μπορεί να δω την ταινία του και παράλληλα να πω ότι δεν στηρίζω και δεν αποδέχομαι αυτά που έκανε. Πόσοι δεν έχουν κατηγορηθεί; Τσάπλιν, Πικάσο…
Και η Ρίφενσταλ;
Θα σου πω λοιπόν, πιο συγκεκριμένα, για την Ρίφενσταλ. Όπως καταλαβαίνεις, πριν ανέβει η παράσταση διάβασα τα πάντα γύρω από το άτομό της. Κάποια στιγμή έπεσε στα χέρια μου μια έρευνα όπου ρωτήθηκαν καλλιτέχνες, καθηγητές πανεπιστημίου και πολλοί άλλοι, «Πρέπει να συμπαθούμε τη Λένι Ρίφενσταλ;» και με εξαίρεση έναν που την απέρριψε τελείως, όλοι οι άλλοι, κι ενώ απορρίπτανε σαφέστατα έναν άνθρωπο που για χάρη της καριέρας του προπαγάνδισε ένα τέτοιο καθεστώς, με τους μεγαλύτερους μαζικούς δολοφόνους της ιστορίας, μιλούσαν για το έργο της. Βλέπεις, δεν μπορούμε να πούμε ότι οι ταινίες της ή οι φωτογραφίες δεν ήταν καλές. Ασύλληπτο και το άλμπουμ από την Αφρική.
Άρα;
Θα σου πω ποιο είναι κυρίως αυτό που με τη Ρίφενσταλ έχω ένσταση και απόσταση. Το συγκριμένο έργο το βρήκα εγώ και στη συνέχεια το διαμόρφωσε η Βάνα Πεφάνη. Και φυσικά έψαξα την προσωπικότητά της. Υπάρχει λοιπόν ένα σημείο που για μένα δεν συγχωρείται. Η ΑΠΑΘΕΙΑ και Η ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗ ΜΟΙΡΑ ΤΟΣΩΝ ΑΘΩΩΝ.
Πολλά τα επίθετα που σημείωσα και την περιγράφουν και τη χαρακτηρίζουν, όπως φιλόδοξη, νάρκισσος, εγωπαθής…
Και όλα αυτά βέβαια ήταν που με παρακίνησαν να κάνω το έργο. Το θεώρησα πολύ σύγχρονο, γιατί ζούμε σε μια εποχή που το σύστημα, το όποιο σύστημα, προωθεί την απάθεια. Την όποια εξουσία την ενδιαφέρει οι άνθρωποι να μην είναι ενωμένοι, να μην είναι ο ένας τον άλλο, για να τους ελέγχει. Το σύστημα λοιπόν προωθεί αυτή την νοοτροπία του «κοίτα μωρε την δουλειά σου», «κοίτα τι γίνεται σπίτι σου» και για μένα αυτό είναι το πιο σκληρό. Το πλέον ασυγχώρητο. Ένα κομμάτι μου δηλαδή τη θεωρεί ασυγχώρητη για αυτόν τον λόγο. Κατά τον ίδιο τρόπο, μετά τα 25-30 χρόνια ενασχόλησης μου με τα αδέσποτα ζώα, ασυγχώρητους ξέρεις ποιους θεωρώ; Εκτός εννοείται από τους σαδιστές που τα κακοποιούν. Ασυγχώρητος είναι αυτός που το εγκαταλείπει. Γιατί η μεγαλύτερη κακοποίηση είναι να έχεις ένα πλάσμα που εξαρτάται από εσένα και επειδή το βαρέθηκες ή δεν σ’ αρέσει πια ή πας διακοπές, να το εγκαταλείπεις.
Πολύ σκληρό…
Μα η μεγαλύτερη σκληρότητα είναι εκεί που δεν φαίνεται… Στην απάθεια. Μια μέρα που ερχόμουνα εδώ, είχε κίνηση και ήταν ένα νοσοκομειακό και δεν άνοιξε κανείς τον δρόμο για να προχωρήσει. Τι μεγαλύτερη σκληρότητα από αυτό, που δεν σου στοιχίζει και τίποτα; Που να πρέπει να βγεις να κάνεις και καμιά επανάσταση…
Καθόλου ενσυναίσθηση…
Προφανώς δεν έχουν. Όπως και η Ρίφενσταλ. Ή αυτό που ορίζεται στην εποχή μας ως κοινωνιοπάθεια. Άνθρωποι που έχουν καταπνίξει τόσο πολύ τα συναισθήματά τους που έχουν νεκρώσει. Σαν να είναι συναισθηματικά ανάπηροι.
Τελικά, η Λένι Ρίφενσταλ κοιμόταν τις νύχτες;
Δεν ξέρω αν κοιμόταν ή δεν κοιμόταν τις νύχτες, πιστεύω όμως πως ένας άνθρωπος που δεν είναι ανοιχτός προς τους άλλους, που δεν έχει ενσυναίσθηση, σίγουρα δεν έχει τύψεις ούτε ενοχές. Αλλά όταν είσαι τόσο νάρκισσος και τόσο ματαιόδοξος, αυτό που σε ροκανίζει μέρα νύχτα, δεν είναι τα θύματά σου, αλλά οι φιλοδοξίες σου. Αυτή, μέχρι τέλους, και στην αυτοβιογραφία της και σε άλλες βιογραφίες της, το θέμα της ήταν με την Μάρλεν Ντίτριχ. Και ήταν ο μόνος λόγος να είναι δυστυχής. Κανένας πραγματικά σκληρός, με την κακή έννοια, άνθρωπος δεν μπορεί να ακούσει τα συναισθήματά του. Οι πολύ ευτυχισμένοι άνθρωποι που γνώρισα στη ζωή μου ήταν οι ευγνώμονες. Όπως ήταν και ο πατέρας μου, που ήταν για τα πάντα πολύ ευγνώμων.
Αυτό μένει…
Αυτό μένει και τελικά πέρασε καλά τη ζωή του, παρότι ήταν μια ζωή που πέρασε πόλεμο, φτώχεια, με γονείς από τη Σμύρνη που άφησαν τα πάντα εκεί, με δυσκολίες πολλές στο θέατρο εκείνης της εποχής και το πιο δύσκολο… έχασε τον γιο του, σε τροχαίο, το 1984. Και παρ’ όλα αυτά, ακόμη και την ημέρα της κηδείας του, με έμαθε να είμαι ευγνώμων για ό,τι έχω. Μου κρατούσε το χέρι και μου είπε ότι, αφού έπρεπε να χάσω έναν από τους δυο σας, είμαι ευγνώμων που δεν έχασα εσένα, που είσαι η μεγαλύτερη κι έχω κάνει μαζί σου περισσότερο παρέα… Που προφανώς μου το είπε για να με παρηγορήσει, αλλά σημασία έχει το τι μου έμαθε και το τι εισέπραξα. Οπότε, η Ρίφενσταλ είναι σε αυτό το σημείο ένα παράδειγμα προς αποφυγή. Γιατί τελικά δεν υπάκουσε σε αυτό που λέει ότι «είχα ένα φως μέσα μου που με οδηγούσε». Το αγνόησε όλο, πέραν της τέχνης. Τη μια μέρα τη θεωρούσαν «θεά» και μετά τον πόλεμο βρισκόταν σε πλήρη κατακραυγή. Κανείς δεν της έδωσε χρήματα να κάνει ταινία κι έτσι πήγε και στους Νούβιους κι έκανε και τις υποβρύχιες λήψεις. Τα έζησε όλα. Πιστεύω ότι το μεγάλο της πρόβλημα ήταν ότι η ματαιοδοξία της και ο ναρκισσισμός της υπήρξαν κατώτερα του μεγάλου της ταλέντου. Κι αυτό είναι το κρίμα, όταν συμβαίνει. Γιατί στην τέχνη, όταν δημιουργούμε στα αλήθεια κάτι αξιόλογο, δεν είμαστε σχεδόν εμείς. Είμαστε το θεϊκό κομμάτι του εαυτού μας.
Ποιο λοιπόν είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα;
Για να μπαίνεις σε ρόλους πρέπει να έχεις μαζί σου και το όχημα της ψυχολογίας. Έκανα πολλά σεμινάρια. Ο μεγαλύτερος εχθρός και η αιτία της δυστυχίας και της κακίας των ανθρώπων είναι το «εγώ». Είναι ο υπερτροφικός εγωισμός. Εγώ, εγώ, εγώ… κι έτσι δεν μπορείς να αναγνωρίσεις τίποτα καλό γύρω σου… Πολλοί μου λένε για τον πατέρα μου. Ειδικά τότε με τον ρόλο του Ρωμανού, στην τηλεόραση, δεν μπορούσαμε να περπατήσουμε στον δρόμο. Και όταν τον ρωτούσαν, «τι εύχεστε στους συναδέλφους σας;», εκείνος απαντούσε «να προσέχουν την επιτυχία. Γιατί την αποτυχία, καλώς ή κακώς, όλοι θα την περάσουμε. Αλλά η επιτυχία είναι σαν την ηρωίνη: σκοτώνει».
Άννα, δεν υπάρχει περίπτωση, μετά από τις δέκα προτάσεις να μην αναφερθείς στον πατέρα σου, τον αλησμόνητο ηθοποιό Νίκο Βασταρδή…
Μα ήταν ο άνθρωπος της ζωής μου. Αυτός που με καθόρισε. Και σαν άνθρωπο και σαν καλλιτέχνη.
Να υποθέσω ότι αυτό το κάνεις και στην καθημερινότητά σου, όχι μόνο στις συνεντεύξεις σου…
Ναι, συνέχεια. Αλλά όχι μόνο εγώ, όλοι μας. Ο Νίκος, όπως λέει ο άνδρας μου, που τον λάτρευε, λείπει πολύ. Ήταν ένα πολύ ιδιαίτερος και σπάνιος άνθρωπος.
Σφραγίδα. Εκείνη την πυρωμένη που μαρκάρουν τα ζώα;
Έτσι ακριβώς! Ήταν ένας άνθρωπος τρελά προστατευτικός, αλλά πολύ φιλελεύθερος. Ποτέ δεν μείωσε ούτε εμένα ούτε και κάποιον άλλο, ακόμη κι ανθρώπους που δεν συμπαθούσε. Ήταν ο πιο γλυκός άνθρωπος που μπορείς να φανταστείς. Τελείως κόντρα με τους ρόλους του.
Είχε μια έμφυτη ευγένεια που γινόταν αντιληπτή αμέσως. Την κληρονόμησες, Άννα.
Σε ευχαριστώ. Τεράστια ευγένεια. Η μεγαλύτερη τύχη μου που τον είχα πατέρα. Οι γονείς μας διαμορφώνουν, όχι μόνο μέσα από αυτά που μας λένε. Ο πατέρας μου ήταν ένας φιλόσοφος της ζωής. Αρκεί να σου πω ότι έλεγε «εμένα αν με πάνε να με εκτελέσουν, θα χαρώ τη διαδρομή». Τον τελευταίο χρόνο της ζωής του έζησε στο σπίτι μου κι έφυγε μέσα από τα χέρια μου και ξέρω πολύ καλά ότι αυτό που είπε, το εννοούσε. Για εκείνον η κάθε μέρα και η κάθε στιγμή ήταν ευλογημένη. Πάντα μου έλεγε «ποτέ να μην στεναχωριέσαι για κάτι που θα γίνει αύριο, γιατί η κάθε στιγμή είναι πολύ σημαντική». Και μάλιστα το έλεγε πολύ χαριτωμένα, «μην προεξοφλείς τη στεναχώρια του αύριο». Πριν βγει στην τηλεόραση, ήταν μόνο στο ποιοτικό θέατρο, όπου τα χρήματα δεν ήταν πολλά, κυκλοφορούσε πάντα με τζην κι ένα μπουφάν, σαν τον Λούκι Λουκ. Και είχε ερωτευτεί ένα παλτό στην Ερμού, το οποίο ήταν ακριβούτσικο για τα μέτρα του και για κάνα δυο μήνες μάζευε χρήματα. Πήγαμε μαζί να το αγοράσουμε και στην επιστροφή μας, διασχίζοντας το Σύνταγμα, βλέπει έναν άστεγο. Την ίδια στιγμή, χωρίς καμιά δεύτερη σκέψη, του έδωσε το καινούργιο του παλτό. Χωρίς δεύτερη σκέψη. Κι εκεί τελείωσε η ιστορία, χωρίς ποτέ να γίνει κάποια σχετική κουβέντα.
Πόσο ωραίος άνθρωπος!
Γι’ αυτό το θεωρώ μεγάλη ευλογία να έχεις έναν τέτοιο άνθρωπο στη ζωή σου. Γιατί αυτό που σε καθορίζει δεν είναι μόνο αυτά που σου έλεγε. Γιατί όσα σου λέει, αν δεν τα κάνεις ο ίδιος…
Σωστά γιατί μιμείσαι τις πράξεις και όχι τα λόγια…
Άννα, καταρχάς σε ευχαριστώ πολύ για την κουβέντα μας. Και εύχομαι αυτή η τόσο σημαντική παράσταση να συνεχιστεί και στη νέα σεζόν, διότι υπάρχουν ακόμη πολλοί φίλοι του θεάτρου που πρέπει να την απολαύσουν.
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ‘Η ΛΕΝΙ ΡΙΦΕΝΣΤΑΛ ΚΟΙΜΑΤΑΙ ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ;’
Η Βάνα Πεφάνη σκηνοθετεί την Άννα Αδριανού και το Βασίλη Αφεντούλη σε μια φανταστική συζήτηση-συνέντευξη ενός σύγχρονου Δημοσιογράφου με τη θρυλική Λένι Ρίφενσταλ.
Μία παράσταση για τη ζωή και το έργο της αμφιλεγόμενης Γερμανίδας σκηνοθέτριας των ταινιών Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΘΕΛΗΣΗΣ και OLYMPIA , οι οποίες θεωρούνται αριστουργήματα της αισθητικής του κινηματογράφου αλλά και σύμβολα προπαγάνδας. Οι καινοτόμες τεχνικές που εισήγαγε για τη χρήση της κάμερας, συνεχίζουν να επηρεάζουν το κινηματογράφο και τη φωτογραφία. Η Ρίφενσταλ παραμένει μια ενδιαφέρουσα φιγούρα ακόμη και σήμερα, τόσο λόγω του καλλιτεχνικού της έργου όσο και της σύνδεσής της με το ναζιστικό καθεστώς.
Μπορεί η τέχνη να διαχωριστεί από την πολιτική;
Ποια είναι η ευθύνη του καλλιτέχνη απέναντι στην Ιστορία;
Λίγα λόγια για το έργο
Στο θεατρικό αυτό έργο, η Ρίφενσταλ επιστρέφει στο προσκήνιο το 2024 για να δώσει μια αποκαλυπτική συνέντευξη σ’ έναν Δημοσιογράφο. Με αφετηρία την καλλιτεχνική της αναγνώριση και τη συνεργασία της με το ναζιστικό καθεστώς, η παράσταση αναδεικνύει την πάλη της με τη μνήμη, την αλήθεια και την ανάγκη της για αποδοχή. Μέσα από έναν έντονο διάλογο και αντιπαραθέσεις αποκαλύπτεται η πολυπλοκότητα της προσωπικότητάς της και ο διχασμός που προκαλεί ακόμα και σήμερα. Μια γυναίκα παγιδευμένη ανάμεσα στο ταλέντο και την ηθική, την επιτυχία και την κατακραυγή. Ένας πολιτικοποιημένος Δημοσιογράφος που πραγματοποιεί μια ιστορική συνέντευξη. Τι θα συμβεί σ αυτά τα δύο πρόσωπα; Πόσο θα επηρεάσει το ένα το άλλο;
« Σήμερα η συζήτηση για το αν μπορεί να διαχωριστεί η τέχνη από τον καλλιτέχνη είναι πιο επίκαιρη από ποτέ. Με την παράσταση αυτή, δεν προσπαθούμε να δώσουμε απαντήσεις, αλλά να ανοίξουμε έναν διάλογο με το κοινό για την ευθύνη του δημιουργού και την κληρονομιά του έργου του», μας λέει η Βάνα Πεφάνη .
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: ΑΓΓΕΛΟΣ ΑΔΡΕΟΠΟΥΛΟΣ
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ-ΔΙΑΣΚΕΥΗ-ΦΩΤΙΣΜΟΙ: ΒΑΝΑ ΠΕΦΑΝΗ
ΣΚΗΝΙΚΑ ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΥΝΤΖΕΡΗΣ
ΜΟΥΣΙΚΗ: ΜΑΝΟΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ
VIDEO ART: ΝΙΚΟΣ ΓΙΑΒΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΒΟΗΘΟΣ ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΔΑΣ: ΝΤΕΠΥ ΠΑΓΚΑ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ: ΝΤΑΙΖΗ ΛΕΜΠΕΣΗ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΓΙΩΤΑ ΕΦΡΕΜΙΔΟΥ
Η περούκα της κ. Αδριανού είναι ευγενική προσφορά peroucce.
ΗΜΕΡΕΣ και ΩΡΕΣ: Δευτέρα και Τρίτη στις 21.00 ΜΕΧΡΙ ΤΙΣ 8 ΑΠΡΙΛΙΟΥ
ΤΙΜΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ: Κανονικό 16 ευρώ,
φοιτητικό- ανέργων-άνω των 65 13 ευρώ
ΠΡΟΠΩΛΗΣΗ: https://www.more.com/gr-el/tickets/theater/i-leni-rifenstal-koimatai-ta-bradia/